Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Μια αποτελεσματική πολιτική για τον πολιτισμό πέρα από τους πάγιους στόχους που έχει υποχρέωση να θέσει - όπως είναι η ανάδειξη και η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και η ενίσχυση και διάδοση της σύγχρονης σκέψης και καλλιτεχνικής δημιουργίας - μπορεί και πρέπει να επιχειρήσει τη σύνδεση του Πολιτισμού με την Παιδεία και τον Τουρισμό, θεωρώντας τον Πολιτισμό ως ένα δυναμικό εργαλείο προοπτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Τα μνημεία και τα μουσεία, η αρχιτεκτονική παράδοση, τα έργα της  σύγχρονης τέχνης πρέπει να αναδειχτούν στο μέγιστο, ειδικά σε μια εποχή που ο ισοπεδωτικός μαζικός τουρισμός φθίνει και ο εναλλακτικός πολιτιστικός τουρισμός αναπτύσσεται.
Πριν απ' όλα όμως, για να είναι αποτελεσματική και καρποφόρα μια πολιτιστική πολιτική πρέπει να έχει όραμα, σχέδιο και συγκεκριμένους στόχους για την περιφερειακή ανάπτυξη μέσω της ανάδειξης της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας κάθε περιοχής.  Ο πολιτισμός είναι αναγκαίος όρος για την ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη μίας περιφέρειας γιατί την κάνει ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη  κι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που μας επιβάλλει να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την ιστορική ιδιαιτερότητα όλων των περιοχών της Ευρώπης. Υπάρχει όμως ένα ακόμα λόγος, ακόμα πιο σημαντικός: Ένας τόπος που δεν δίνει προτεραιότητα στον πολιτισμό, ένας τόπος που βάζει σε δεύτερη μοίρα τις φροντίδες που χρειάζονται για να συντηρηθούν οι ρίζες του, στο τέλος χάνει τη φυσιογνωμία του και αλλοτριώνεται.
Με την τουριστική έκρηξη των προηγούμενων δεκαετιών, υιοθετήθηκε από την τουριστική βιομηχανία το μοντέλο του μαζικού τουρισμού που οδήγησε στην τυποποίηση όχι μόνο των υπηρεσιών αλλά και των αισθητικών προτύπων που προβάλλονταν ως αξίες και στοιχεία της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας κάθε τόπου. Τα ξεχωριστά στοιχεία της παράδοσης και του πολιτισμού – ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο - οδηγήθηκαν περίπου σε τυποποίηση και υιοθετήθηκαν από την αναδυόμενη τουριστική βιομηχανία ως αυθεντικά σχήματα.
Οι πραγματικές όμως πολιτιστικές αξίες, μ' όλο το βάθος και την καταγωγή τους, στρεβλώθηκαν κι απώλεσαν την αυθεντική και αξεπέραστη δυναμική τους. Το τοπίο σε πολλές χώρες της Μεσογείου και ειδικά στην Ελλάδα πλημμύρισε παράταιρα με χωρίς καταγωγή κτίσματα, που φύτρωσαν βιαστικά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της στιγμής από το συνεχές αυξανόμενο ρεύμα των επισκεπτών. Οικισμοί που δημιουργήθηκαν από τη σοφία του χρόνου και την οικονομία του λαϊκού αρχιτέκτονα, αλλοιώθηκαν ή περίπου καταστράφηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Όλα αυτά τα φαινόμενα δεν προέκυψαν βέβαια από μόνα τους. Οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία σωστής τουριστικής και πολιτιστικής πολιτικής αλλά  και στη νοοτροπία που καλλιέργησε η βιομηχανία τουρισμού, η οποία αντιμετώπιζε τον πολιτισμό περισσότερο ως προϊόν παρά ως αυθύπαρκτη διαχρονική αξία.
Στο πλαίσιο μιας νέας, ενιαίας και αποτελεσματικής πολιτιστικής πολιτικής, κάθε τόπος οφείλει να αναδείξει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και να επενδύσει στην τοπική πολιτιστική κληρονομιά και παράδοση. Θα πρέπει να φροντίσει για την ανάδειξη όλων των μορφών του πολιτιστικού του αποθέματος, από την ταπεινή λαϊκή τέχνη μέχρι τα μεγάλα μνημεία που σηματοδοτούν την ιστορική του πορεία. Θα πρέπει, ακόμα, να αναδείξει όλες τις ξεχωριστές πτυχές της δικής του κοινωνικής, οικονομικής και ιστορικής πορείας.
Ένα εξαιρετικό εργαλείο για την προβολή και την ανάδειξη των τοπικών πολιτιστικών χαρακτηριστικών, που μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και ως πυρήνας της σύγχρονης πολιτιστικής ζωής και δημιουργίας, είναι  ο ήδη επιτυχημένος και διαρκώς εξελισσόμενος θεσμός των θεματικών μουσείων που σχετίζονται με την ιστορία και την ιδιαίτερη παραγωγική δραστηριότητα κάθε περιοχής.
Στην νεότερη ιστορία των περισσότερων τόπων υπάρχει μια αποτυπωμένη ταυτότητα, που ορίζεται από τη δραστηριότητα των ανθρώπων σε έναν ορισμένο τομέα καθημερινότητας ή βιοπορισμού, μια δραστηριότητα που συμπορεύεται όμως με την αισθητική και την ευαισθησία, αγγίζοντας πολύ συχνά τα όρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθώς συνδυάζεται με την ποιότητα και τη λειτουργικότητα και συνδέεται με ονομαστά προϊόντα διαφόρων περιοχών.
Πρόκειται για προϊόντα βιοτεχνικού και βιομηχανικού πολιτισμού, τα οποία στη σύγχρονη εποχή έχουν εγκαταλειφθεί, δεν παύουν όμως να συνιστούν κομμάτια της νεότερης ιστορίας, άξια να λειτουργήσουν από τη μια ως μνημεία που συντηρούν την πολύτιμη μνήμη του παρελθόντος στο περιβάλλον ενός σύγχρονου μουσείου, ενώ από την άλλη να συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος. Τα μουσεία αυτά πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια  παντού στην Ευρώπη κι αυτό αποδεικνύει ότι γίνεται όλο και περισσότερο συνείδηση, από υπεύθυνους φορείς και φωτισμένους ανθρώπους, η ανάγκη να προστατεύσουμε, να μελετήσουμε και να αναδείξουμε τις τοπικές πολιτιστικές αξίες που απειλούνται από τη συλλογική λήθη της νέας εποχής.
Τα μουσεία αυτά μπορούν να γίνουν ο καθρέφτης της πορείας τόπων με μεγάλη, ή μικρότερη, ιστορία και πολύ διαφορετική παράδοση. Κάθε τόπος προβάλλει λιγότερο ή περισσότερο, τη δική του θεματική ενότητα με την οποία ιστορικά ταυτίστηκε, όπως η Κεραμική, η οινοποιεία, η ξυλογλυπτική, η υφαντουργία, η μεταλλουργία, η αλιεία, η σπογγαλιεία, η ναυπηγική, τα μεταλλεία και δεκάδες άλλες. Κάθε τόπος λοιπόν μπορεί και πρέπει να έχει ένα, ολοκληρωμένο και με σύγχρονη εκθεσιακή αντίληψη, θεματικό μουσείο που θ' αντανακλά την αυθεντική ιστορία της εργασίας και της ζωής των κατοίκων του. Σήμερα πια έχει γίνει αποδεκτό ότι ένα περιφερειακό μουσείο μπορεί να καθρεφτίζει τη διαχρονική πορεία μιας περιοχής συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων, τη σχέση τους με το φυσικό περιβάλλον, την καλλιέργεια της γης, τη βιοτεχνία, την οικονομία και τα τοπικά προϊόντα.
Η δημιουργία των περιφερειακών θεματικών μουσείων υπηρετεί ένα κύριο σκοπό:  να λειτουργήσουν ως χώροι αυτογνωσίας. Μπορούν επίσης - κάτι άλλωστε που ήδη συμβαίνει όπου λειτουργούν παρόμοιοι χώροι - να λειτουργήσουν ως ζωντανοί πυρήνες πολιτισμού με την φιλοξενία εκθέσεων και πολλαπλών καλλιτεχνικών δράσεων με την ενθάρρυνση και της τοπικής ερασιτεχνικής δημιουργίας. Ταυτόχρονα όμως τα Μουσεία αυτά εμπλουτίζουν ουσιαστικά τις τουριστικές δυνατότητες κάθε περιοχής, σε μια εποχή κατά την οποία ο τουριστικός ανταγωνισμός είναι σκληρός και το πρώτο ζητούμενο είναι η αύξηση του ποσοστού του πολιτιστικού Τουρισμού. Φαίνεται πράγματι, ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης του τουρισμού, η προβολή του ιδιαίτερου τοπικού χαρακτήρα αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος για μια καινούργια συμπληρωματική τουριστική προοπτική, γιατί συντείνει στη διατήρηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών, αποτρέπει τις αλλοιώσεις και εξασφαλίζει διαρκή αναπτυξιακή προοπτική. Αντίθετα, οι περιοχές που χάνουν οριστικά τα χαρακτηριστικά που τις κάνουν ελκυστικές και διαφορετικές, γίνονται ελάχιστα ανταγωνιστικές αφού δεν έχουν να προβάλλουν ιδιαίτερες ποιοτικές αξίες όπως το τοπίο, η τέχνη, η παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, η αρχιτεκτονική μνήμη.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να συνειδητοποιήσουν αυτή τη νέα πραγματικότητα και ν' αποφασίσουν να διαθέτουν κάθε χρόνο ένα σταθερό ποσοστό από τις πιστώσεις τους - που θα κυμαίνεται το ελάχιστο από 7% έως 10% - για τον πολιτισμό, με προτεραιότητα στο σωστό σχεδιασμό και την ολοκλήρωση ενός και μόνο σημαντικού έργου. Αναφέρω το ποσό αυτό, όχι μόνο γιατί είναι εκείνο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά γιατί είναι το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Κάθε επένδυση στο χώρο του πολιτισμού, είναι επένδυση στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Η μαγική, και κάποτε παρεξηγημένη έννοια της ανάπτυξης είναι δελεαστική για όλη την υφήλιο. Ειδικά όμως για μας τους Έλληνες η ανάπτυξη έχει – ή οφείλει πια να έχει - συγκεκριμένη διάσταση, συνυφασμένη με το σεβασμό του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου μέτρου.
Η διατήρηση και ανάδειξη της ιστορικής μας κληρονομιάς ως παράγοντα ανάπτυξης της υπαίθρου αποτέλεσε αντικείμενο μίας έκθεσης πρωτοβουλίας με εισηγητή τον γράφοντα, η οποία εγκρίθηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.  Στόχος της έκθεσης είναι να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη και τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, για την προστασία, την ανάδειξη και τη μακροπρόθεσμη διαχείριση της φυσικής, αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.  Έχοντας ως γνώμονα τα πολυάριθμα οφέλη που προκύπτουν για την κοινωνία, το περιβάλλον, την οικονομία, την απασχόληση αλλά και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από την εφαρμογή μίας πολιτικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, η έκθεση ενθαρρύνει την εφαρμογή δράσεων - στο πλαίσιο και των υφισταμένων προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - που θα έχουν ως στόχο τη διατήρηση και αξιοποίηση του μεγάλου αυτού ευρωπαϊκού πολιτιστικού αποθέματος. 
Ένα σημαντικό ζήτημα για την υλοποίηση των προτάσεων που διατυπώνονται στην έκθεση είναι το ζήτημα των πόρων. Είναι βέβαιο ότι, επειδή τα κοινοτικά προγράμματα στον τομέα του Πολιτισμού δεν προσφέρουν επαρκή χρηματοδότηση, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν πρόσθετοι πόροι για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και σε άλλα κοινοτικά μέσα και, πριν απ' όλα, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η βελτίωση του περιβάλλοντος, του τοπίου και της ποιότητας ζωής στις αγροτικές ζώνες, αποτελούν σήμερα βασικές προτεραιότητες. Η κοινοτική πρωτοβουλία LEADER+, η οποία στην επόμενη δημοσιονομική περίοδο 2007-2013 θα ενσωματωθεί στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης μπορεί και πρέπει επίσης να αξιοποιηθεί, ακόμη περισσότερο,  για την προστασία και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς της  υπαίθρου. Πρωτεύοντα ρόλο στη διατήρηση και ανάδειξη της κληρονομιάς αυτής έχουν ακόμα τα διαρθρωτικά ταμεία, καθώς και οι υφιστάμενες κοινοτικές  πρωτοβουλίες URBAN II και INTERREG III, οι οποίες στην επόμενη δημοσιονομική περίοδο (2007-2013) θα ενσωματωθούν στα νέα χρηματοδοτικά μέσα της πολιτικής συνοχής.      
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι  η χρήση των διαρθρωτικών ταμείων για τη στήριξη σχεδίων υπέρ της πολιτιστικής κληρονομιάς διαφέρει πολύ από το ένα κράτος - μέλος στο άλλο. Κάποιες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα,  έχουν δημιουργήσει στο πλαίσιο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης επιχειρησιακά προγράμματα ειδικά για τον πολιτισμό, που όμως δεν έχουν το μέγεθος που απαιτείται για ολοκληρωμένες παρεμβάσεις. Αντίθετα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν προτάξει τέτοιες πολιτικές. Συνεπώς, θεωρείται σκόπιμο να ενθαρρυνθούν τα κράτη - μέλη να χρησιμοποιήσουν τα διαρθρωτικά ταμεία προς όφελος της ιστορικής τους κληρονομιάς.
Σημαντικός παράγοντας αξιοποίησης της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς - κατά προτεραιότητα μάλιστα στα μικρά αξιόλογα οικιστικά σύνολα – είναι, ασφαλώς ο εναλλακτικός αειφόρος τουρισμός, ο οποίος μπορεί να ενθαρρυνθεί και να ενισχυθεί με την υποστήριξη των κοινοτικών χρηματοδοτικών μέσων όπως το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, κλπ. Το Έβδομο Πρόγραμμα-Πλαίσιο για την έρευνα (2007-2013), μπορεί να χρηματοδοτήσει δράσεις σχετικά με την εξεύρεση νέων εργαλείων, τεχνικών και μεθόδων για τη διατήρηση των διαφόρων εκφάνσεων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η ανάδειξη της τοπικής πολιτιστικής ταυτότητας δεν εξαντλείται ασφαλώς στην ίδρυση και τη λειτουργία θεματικών μουσείων ούτε στην προστασία και ανάδειξη της αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Χρειάζονται επίσης  ειδικές δράσεις και εκδηλώσεις, εκδόσεις, ημερίδες, εκθέσεις,  συνέδρια, δικτυακοί τόποι και οπτικοακουστικά έργα με θέματα από τη ζωή, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό κάθε περιοχής. Χρειάζεται ακόμα αξιοποίηση της ιδιαίτερης πνευματικής παράδοσης κάθε τόπου, ενθάρρυνση των ζωντανών δυνάμεων της ερασιτεχνικής δημιουργίας και κίνητρα σε σημαντικούς καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα εμπνευσμένα από την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό κάθε περιοχής. Το πιο σημαντικό ζητούμενο όμως είναι η αφύπνιση των τοπικών κοινωνιών, των φορέων και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η ανάδειξη του πολιτισμού σε τοπικό επίπεδο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποδοχή και τη συνεργασία των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες πρέπει να ενθαρρυνθούν και να πρωταγωνιστήσουν σ' αυτή την προσπάθεια. Αυτό, με τα σημερινά δεδομένα, ίσως φαντάζει δύσκολο. Πιστεύω όμως ότι είναι εφικτό. Όσο εύκολα μερικές φορές αφήνουμε να μας παρασέρνει το ρεύμα και θυσιάζουμε ασυλλόγιστα κάποιες μοναδικές αξίες της πολιτιστικής μας ταυτότητας, άλλο τόσο εύκολα – και ίσως ευκολότερα – μπορούμε να ενθουσιαστούμε αν μας δοθεί η δυνατότητα να προστατέψουμε και να προβάλλουμε τα στοιχεία εκείνα που μας κάνουν να νοιώθουμε περισσότερο δεμένοι με τον τόπο μας και με τη συνέχεια της καταγωγής μας. Αρκεί να υπάρχει στήριξη, βοήθεια και ενθάρρυνση. Αρκεί οι προσπάθειές μας να καταξιώνονται και να μη βυθίζονται μέσα στη γενική αδιαφορία.